Οι τράπεζες κι εγώ (δηλαδή εσείς)
Οι τράπεζες, οι ελληνικές (σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη) τράπεζες με ανακήρυξαν «Μη συνεργάσιμο Δανειολήπτη». Μου φόρεσαν δηλαδή ένα μαύρο αστέρι στο πέτο, είμαι πια ένας αποσυνάγωγος, ένας παρίας, ένα περιθωριακό στοιχείο, ένας «Μη Συνεργάσιμος Δανειολήπτης». Ένας
πολίτης δηλαδή β΄ κατηγορίας, που έχει πλέον περιορισμένα δικαιώματα στον νόμο, και πάντως εκείνα που του επιτρέπουν οι τράπεζες. Διότι οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα του νομοθετείν και εν τω άμα του στραγγαλίζειν, είναι η μετεμψύχωση του Χαμουραμπί σε δικαστή Ντρεντ. Έχουν το
δικαίωμα -πάντα οι τράπεζες- να ασκούν νόμιμη βία, ως κράτη εν κράτει, να σε βγάζουν «Μη Συνεργάσιμο Δανειολήπτη» και ύστερα να σου υπαγορεύουν τα περιορισμένα δικαιώματά σου -εις πολλά έτη, Τράπεζα! δίδαξον με τα δικαιώματά Σου.
Οι τράπεζες που με τα λεφτά μου ανακεφαλαιοποίησα με θεωρούν γελάδι, μου λένε τι είμαι, με διαπομπεύουν και με διασύρουν. Με την ανοχή και την προστασία του κράτους που μου μείωσε τον μισθό και μου λεηλάτησε τη ζωή, οι τράπεζες με απειλούν. Ότι θα μου κατασχέσουν το κρεβάτι, ότι θα μου βουτήξουν το γραφείο, ότι θα μου αρπάξουν την τηλεόραση και ότι θα μου ιδιωτικοποιήσουν το αμάξι. Οι τράπεζες
που επανειλημμένως ανακεφαλαιοποίησα απειλούν να με διασύρουν στη γειτονιά μου και να με ξεφτιλίσουν μπροστά στα παιδιά μου –η καταδίκη μου είναι οριστική και αμετάκλητη, είμαι πλέον ένας «Μη Συνεργάσιμος Δανειολήπτης». Αυτό δεν διορθώνεται, είναι κάτι σαν καρκίνος σε προχωρημένο στάδιο, είμαι πλέον ένα γελάδι
που πρέπει να κατέβω στον Άδη για να πληρώσω τις αμαρτίες που δεν έκανα κι επιπροσθέτως να πληρώσω τις αμαρτίες που έκαναν οι τράπεζες χάριν των Δυνατών, καθώς και για την πάρτη τους. Για αυτούς τους αχρείους κατά συρροήν δολοφόνους μαζών και μαζών είμαι πλέον ένα γελάδι που «δεν δικαιούται για να ομιλεί» αλλά μόνον για να μουγκανίζει τον πόνο του μαζί με τους άλλους παρίες, τους εξόριστους και τους στιγματισμένους.
Είμαι τώρα κλεισμένος πίσω από τις Σκαιές Πύλες, αυτές που γράφουν ότι «η εργασία (κακοπληρωμένη ή απλήρωτη) ελευθερώνει». Ελευθερώνει τις τράπεζες να σου στέλνουν ανά πάσα στιγμή τον κλητήρα στο σπίτι σου (ώσπου να το χάσεις κι αυτό), να εξαπολύουν εναντίον σου το προσωπικό σου πογκρόμ και κυριώτατα τη χλεύη των συμπολιτών μας, εκείνων που οι τράπεζες τους έμαθαν να σκέφτονται όπως οι ίδιες.
Τρέχα, σύρε, τράβα λοιπόν στον φυσικό σου δικαστή, στην τελευταία σου καταφυγή, «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο», λέει. Υπάρχουν, αλλά όχι εν παραβολαίς, κατά το πνεύμα της γνωστής ιστορίας (πως, όταν αδικείσαι, πάντα υπάρχει ο δικαστής που θα σου αποδώσει το δίκιο σου). Υπάρχουν κατά κυριολεξίαν, εκεί στο Βερολίνο και μόνον εκεί. Το δίκιο μας κατέχεται πια από το Βερολίνο. Και τα ανδρείκελα του Βερολίνου εδώ, φυλάνε, φιλάνε και φρουρούν τις Λάμιες που μας πίνουν το αίμα όπως φυλάει και φρουρεί ο Κέρβερος τα τρόπαια του χάρου.
Ρετσινιές στους πολίτες και χαρακτηρισμούς μόνον τα δικτατορικά καθεστώτα επιβάλλουν. Αυτή η Καφκική Δυστοπία με τις τράπεζες να ενοχοποιούν όποιον παγιδεύουν, μόνον σε κοινωνίες υποταγμένες στην αυθαιρεσία συμβαίνει- τις δικές μας κοινωνίες, έτσι όπως καταντήσαμε.
Τράπεζες που προσπαθούν να σε εξαπατήσουν (δοκιμάστε να κάνετε έναν συμβιβασμό μαζί τους) και που, αν αποτύχουν, σε προγράφουν, σε γράφουν στου Διαόλου τα κατάστοιχα και σε διαγράφουν από «τα μητρώα» που έλεγε και ο Ζαμπέτας- πας
επί διαταράξει και τα μητρώα σου δεν είναι πια εντάξει». Είσαι πλέον «Μη Συνεργάσιμος» οριστικώς και αμετακλήτως.
Να σας ξεκαθαρίσω κάτι, όρνια! Μη συνεργάσιμος οριστικώς και αμετακλήτως θα είμαι με την Κομαντατούρ. Εσείς δεν ψάχνετε για συνεργάσιμους, αλλά για «συνεργάτες» και για ραγιάδες. Νομίζετε ότι έχετε να κάνετε με υπηκόους και κολίγους. Όχι, έχετε να κάνετε με πολίτες, και δεν είμαστε ο καθένας μόνος του...
πολίτης δηλαδή β΄ κατηγορίας, που έχει πλέον περιορισμένα δικαιώματα στον νόμο, και πάντως εκείνα που του επιτρέπουν οι τράπεζες. Διότι οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα του νομοθετείν και εν τω άμα του στραγγαλίζειν, είναι η μετεμψύχωση του Χαμουραμπί σε δικαστή Ντρεντ. Έχουν το
δικαίωμα -πάντα οι τράπεζες- να ασκούν νόμιμη βία, ως κράτη εν κράτει, να σε βγάζουν «Μη Συνεργάσιμο Δανειολήπτη» και ύστερα να σου υπαγορεύουν τα περιορισμένα δικαιώματά σου -εις πολλά έτη, Τράπεζα! δίδαξον με τα δικαιώματά Σου.
Οι τράπεζες που με τα λεφτά μου ανακεφαλαιοποίησα με θεωρούν γελάδι, μου λένε τι είμαι, με διαπομπεύουν και με διασύρουν. Με την ανοχή και την προστασία του κράτους που μου μείωσε τον μισθό και μου λεηλάτησε τη ζωή, οι τράπεζες με απειλούν. Ότι θα μου κατασχέσουν το κρεβάτι, ότι θα μου βουτήξουν το γραφείο, ότι θα μου αρπάξουν την τηλεόραση και ότι θα μου ιδιωτικοποιήσουν το αμάξι. Οι τράπεζες
που επανειλημμένως ανακεφαλαιοποίησα απειλούν να με διασύρουν στη γειτονιά μου και να με ξεφτιλίσουν μπροστά στα παιδιά μου –η καταδίκη μου είναι οριστική και αμετάκλητη, είμαι πλέον ένας «Μη Συνεργάσιμος Δανειολήπτης». Αυτό δεν διορθώνεται, είναι κάτι σαν καρκίνος σε προχωρημένο στάδιο, είμαι πλέον ένα γελάδι
που πρέπει να κατέβω στον Άδη για να πληρώσω τις αμαρτίες που δεν έκανα κι επιπροσθέτως να πληρώσω τις αμαρτίες που έκαναν οι τράπεζες χάριν των Δυνατών, καθώς και για την πάρτη τους. Για αυτούς τους αχρείους κατά συρροήν δολοφόνους μαζών και μαζών είμαι πλέον ένα γελάδι που «δεν δικαιούται για να ομιλεί» αλλά μόνον για να μουγκανίζει τον πόνο του μαζί με τους άλλους παρίες, τους εξόριστους και τους στιγματισμένους.
Είμαι τώρα κλεισμένος πίσω από τις Σκαιές Πύλες, αυτές που γράφουν ότι «η εργασία (κακοπληρωμένη ή απλήρωτη) ελευθερώνει». Ελευθερώνει τις τράπεζες να σου στέλνουν ανά πάσα στιγμή τον κλητήρα στο σπίτι σου (ώσπου να το χάσεις κι αυτό), να εξαπολύουν εναντίον σου το προσωπικό σου πογκρόμ και κυριώτατα τη χλεύη των συμπολιτών μας, εκείνων που οι τράπεζες τους έμαθαν να σκέφτονται όπως οι ίδιες.
Τρέχα, σύρε, τράβα λοιπόν στον φυσικό σου δικαστή, στην τελευταία σου καταφυγή, «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο», λέει. Υπάρχουν, αλλά όχι εν παραβολαίς, κατά το πνεύμα της γνωστής ιστορίας (πως, όταν αδικείσαι, πάντα υπάρχει ο δικαστής που θα σου αποδώσει το δίκιο σου). Υπάρχουν κατά κυριολεξίαν, εκεί στο Βερολίνο και μόνον εκεί. Το δίκιο μας κατέχεται πια από το Βερολίνο. Και τα ανδρείκελα του Βερολίνου εδώ, φυλάνε, φιλάνε και φρουρούν τις Λάμιες που μας πίνουν το αίμα όπως φυλάει και φρουρεί ο Κέρβερος τα τρόπαια του χάρου.
Ρετσινιές στους πολίτες και χαρακτηρισμούς μόνον τα δικτατορικά καθεστώτα επιβάλλουν. Αυτή η Καφκική Δυστοπία με τις τράπεζες να ενοχοποιούν όποιον παγιδεύουν, μόνον σε κοινωνίες υποταγμένες στην αυθαιρεσία συμβαίνει- τις δικές μας κοινωνίες, έτσι όπως καταντήσαμε.
Τράπεζες που προσπαθούν να σε εξαπατήσουν (δοκιμάστε να κάνετε έναν συμβιβασμό μαζί τους) και που, αν αποτύχουν, σε προγράφουν, σε γράφουν στου Διαόλου τα κατάστοιχα και σε διαγράφουν από «τα μητρώα» που έλεγε και ο Ζαμπέτας- πας
επί διαταράξει και τα μητρώα σου δεν είναι πια εντάξει». Είσαι πλέον «Μη Συνεργάσιμος» οριστικώς και αμετακλήτως.
Να σας ξεκαθαρίσω κάτι, όρνια! Μη συνεργάσιμος οριστικώς και αμετακλήτως θα είμαι με την Κομαντατούρ. Εσείς δεν ψάχνετε για συνεργάσιμους, αλλά για «συνεργάτες» και για ραγιάδες. Νομίζετε ότι έχετε να κάνετε με υπηκόους και κολίγους. Όχι, έχετε να κάνετε με πολίτες, και δεν είμαστε ο καθένας μόνος του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου