«Περίμενα 40 χρόνια για κάποιον σαν
εσένα.» Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ο Daniel Ellsberg μου είπε όταν
συναντηθήκαμε πέρυσι. O Dan κι εγώ νοιώσαμε μια άμεση οικειότητα, και οι
δυο μας γνωρίζαμε τι σήμαινε να ρισκάρεις τόσα πολλά – και να αλλάζεις
αμετάκλητα – γνωστοποιώντας κρυφές αλήθειες.
Μία από τις προκλήσεις του να είσαι
πληροφοριοδότης είναι ότι ζεις με τη γνώση ότι άνθρωποι συνεχίζουν να
κάθονται, ακριβώς όπως έκανες κι εσύ, στα ίδια γραφεία, στην ίδια
μονάδα, σε όλη την έκταση του οργανισμού, οι οποίοι βλέπουν ό,τι είδες
και συμμορφώνονται σιωπηλά, χωρίς αντίσταση ή παράπονο. Μαθαίνουν να
ζουν όχι απλώς με αναλήθειες, αλλά με περιττές αναλήθειες, επικίνδυνες
αναλήθειες, διαβρωτικές αναλήθειες. Πρόκειται για διπλή τραγωδία: Αυτό
που ξεκινά ως μια στρατηγική επιβίωσης τελειώνει με τον συμβιβασμό του
ανθρώπινου όντος που θέλησε να προστατεύσει και τη μείωση της
δημοκρατίας που θα δικαιολογούσε αυτήν τη θυσία.
Αλλά σε αντίθεση με τον Dan Ellsberg,
εγώ δεν χρειάστηκε να περιμένω 40 χρόνια για να δω κι άλλους πολίτες να
σπάνε
αυτή τη σιωπή με έγγραφα. Ο Ellsberg έδωσε τα «Pentagon Papers»
στη New York Times και άλλες εφημερίδες το 1971. H Chelsea Manning
παρείχε τα αρχεία καταγραφής των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και
το υλικό του Cablegate, στο WikiLeaks το 2010. Αποκαλύφθηκα το 2013.
Τώρα βρισκόμαστε στο 2016, και ένα άλλο πρόσωπο, με θάρρος και
συνείδηση, έκανε διαθέσιμο το σύνολο των αξιοσημείωτων εγγράφων που
δημοσιεύονται στο The Assassination Complex,
το νέο βιβλίο που κυκλοφορεί σήμερα από τον Jeremy Scahill και το
προσωπικό του The Intercept (Τα έγγραφα είχαν αρχικά δημοσιευθεί στις 15
Οκτωβρίου στα The Drone Papers).
Είμαστε μάρτυρες μιας συμπίεσης της
ενεργούς περιόδου μέσα στην οποία κακές πολιτικές μπορούν να βρίσκουν
καταφύγιο στις σκιές, το χρονικό πλαίσιο στο οποίο αντισυνταγματικές
δραστηριότητες μπορούν να συνεχίζονται πριν αποκαλυφθούν από πράξεις
συνείδησης. Και αυτή η χρονική συμπίεση έχει σημασία πέρα από τα
πρωτοσέλιδα. Επιτρέπει στους ανθρώπους αυτής της χώρας να μάθουν για
κρίσιμες κυβερνητικές ενέργειες, όχι ως μέρος της ιστορικής καταγραφής,
αλλά με τρόπο που να επιτρέπει την άμεση δράση μέσω ψηφοφορίας – με άλλα
λόγια, με έναν τρόπο που δίνει τη δύναμη στους ενημερωμένους πολίτες να
υπερασπιστούν την δημοκρατία, την οποία υποτίθεται ότι επιχειρούν να
προασπίσουν τα «κρατικά μυστικά». Το να βλέπω άτομα που είναι ικανά να
αποκαλύψουν πληροφορίες, μου δίνει την ελπίδα ότι δεν θα χρειάζεται να
ανακόπτουμε για πάντα τις παράνομες δραστηριότητες της κυβέρνησής μας
σαν να ήταν μια σταθερή εργασία, να ξεριζώνουμε την επίσημη παρανομία με
τη συχνότητα που κουρεύουμε το γρασίδι. (Είναι αρκετά ενδιαφέρον, πώς
μερικοί έχουν αρχίσει να περιγράφουν τις επιχειρήσεις δολοφονιών εξ’
αποστάσεως, ως «κόψιμο του γρασιδιού».)
Μια μόνη πράξη καταγγελίας δεν αλλάζει
την πραγματικότητα ότι υπάρχουν σημαντικά τμήματα της κυβέρνησης που
λειτουργούν κάτω από την ίσαλο γραμμή, κάτω από την ορατότητα του
κοινού. Αυτές οι μυστικές δραστηριότητες θα συνεχιστούν, παρά τις
μεταρρυθμίσεις. Αλλά εκείνοι που εκτελούν αυτές τις ενέργειες πρέπει
τώρα να ζουν με το φόβο ότι αν εμπλέκονται σε δραστηριότητες που
αντιτίθενται στο πνεύμα της κοινωνίας – ακόμα κι αν ένας πολίτης δράσει
ως καταλύτης για να σταματήσει η μηχανή της αδικίας – θα μπορούσαν να
λογοδοτήσουν. Το νήμα στο οποίο κρέμεται η καλή διακυβέρνηση είναι η
ισότητα ενώπιον του νόμου, επειδή ο μοναδικός φόβος του ανθρώπου που
κινεί τα γρανάζια είναι ότι μπορεί να βρεθεί απέναντί τους.
Η ελπίδα βρίσκεται πιο πέρα, όταν
κινηθούμε από αξιοσημείωτες πράξεις αποκάλυψης σε μια συλλογική
νοοτροπία λογοδοσίας εντός της κοινότητας των υπηρεσιών συλλογής
πληροφοριών. Τότε θα έχουμε κάνει ένα ουσιαστικό βήμα προς την επίλυση
ενός προβλήματος που υπήρξε τόσο καιρό όσο και η κυβέρνησή μας.
Δεν είναι όλες οι διαρροές ομοειδής,
ούτε και οι δράστες τους. Ο Στρατηγός David Petraeus, για παράδειγμα,
παρείχε στην παράνομη ερωμένη και ευνοούμενη βιογράφο του, πληροφορίες
τόσο μυστικές που αψηφούσαν κάθε διαβάθμιση, συμπεριλαμβανομένων των
ονομάτων μυστικών πρακτόρων και των ιδιωτικών σκέψεων του προέδρου σε
θέματα στρατηγικών υποθέσεων. Ο Petraeus δε διώχθηκε για κακούργημα,
όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε αρχικά συστήσει, αλλά αντίθετα του
επιτράπηκε να δηλώσει ένοχος για πλημμέλημα. Αν ένας εν ενεργεία
στρατιώτης μέτριου βαθμού αφαιρούσε ένα σωρό εξαιρετικά διαβαθμισμένων
σημειωματάριων και τα παρέδιδε στη φίλη του απλά για να εξασφαλίσει ένα
χαμόγελο, αυτός θα αντιμετώπιζε πολλές δεκαετίες φυλάκισης και όχι ένα
σωρό συστατικές για τον χαρακτήρα του από την αφρόκρεμα του Βαθέως
Κράτους.
Υπάρχουν εξουσιοδοτημένες διαρροές όπως
και αποκαλύψεις κατόπιν αδείας. Είναι σπάνιο για ανώτερους αξιωματούχους
της διοίκησης να ζητήσουν ρητά από μία υφιστάμενή τους να διαρρεύσει το
όνομα ενός υπαλλήλου της CIA σε αντίποινα εναντίον του συζύγου της,
όπως φαίνεται να ήταν η περίπτωση της Valerie Plame. Είναι εξίσου σπάνιο
να περάσει ένας μήνας χωρίς κάποιος ανώτερος αξιωματούχος να αποκαλύψει
προστατευμένες πληροφορίες που είναι επωφελείς για τις πολιτικές
προσπάθειες των κομμάτων, αλλά σαφώς «επιζήμιες για την εθνική ασφάλεια»
σύμφωνα με τους ορισμούς της νομοθεσίας μας.
Η δυναμική αυτή μπορεί να φανεί ξεκάθαρα
στην ιστορία της «καταστροφικής τηλεδιάσκεψης» σχετικής με την Αλ
Κάιντα, στην οποία αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών, πιθανόν
επιδιώκοντας να διογκώσουν την τρομοκρατική απειλή και να αποκρούσουν
την κριτική για μαζική επιτήρηση, αποκάλυψαν σε μια νεοσυντηρητική
ιστοσελίδα εξαιρετικά λεπτομερείς αναφορές για συγκεκριμένες συνομιλίες
που είχαν υποκλαπεί, συμπεριλαμβανομένων των τοποθεσιών των
συμμετεχόντων μερών και το ακριβές περιεχόμενο των συζητήσεων. Αν γίνουν
πιστευτοί οι ισχυρισμοί των αξιωματούχων, έκαψαν αμετάκλητα ένα
εξαιρετικό μέσο για την εκμάθηση των ακριβών σχεδίων και των προθέσεων
της ηγεσίας των τρομοκρατικών, για χάρη ενός βραχύβιου πολιτικού
πλεονεκτήματος σε έναν κύκλο ειδήσεων. Ούτε ένα άτομο δεν φαίνεται να
τιμωρήθηκε πειθαρχικά ως αποτέλεσμα της ιστορίας που μας κόστισε τη
δυνατότητα να ακούμε την υποτιθέμενη τηλεφωνική γραμμή της Αλ Κάιντα.
Αν η βλαπτικότητα και η εξουσιοδότηση
δεν κάνουν καμία διαφορά, τι είναι αυτό που εξηγεί τη διάκριση μεταξύ
της επιτρεπτής και της ανεπίτρεπτης αποκάλυψης;
Η απάντηση είναι ο έλεγχος. Μια διαρροή
είναι αποδεκτή, αν δεν μπορεί να ιδωθεί ως απειλή, ως πρόκληση για τα
θεσμοθετημένα προνόμια. Αλλά αν όλα τα ανόμοια στοιχεία του θεσμικού
οργάνου – όχι μόνο το κεφάλι του, αλλά τα χέρια και τα πόδια του, κάθε
μέρος του σώματός του – θα πρέπει να θεωρούνται ότι έχουν την ίδια
δύναμη για να συζητήσουν θέματα που προκαλούν ανησυχία, αυτό αποτελεί
μια υπαρξιακή απειλή για το σύγχρονο πολιτικό μονοπώλιο του ελέγχου
πληροφοριών, ιδίως αν μιλάμε για αποκαλύψεις που αφορούν σοβαρές
παρανομίες, δόλια δραστηριότητα, παράνομες δραστηριότητες. Αν δεν
μπορείς να εγγυηθείς ότι μόνο εσύ μπορείς να εκμεταλλευτείς τη ροή
ελεγχόμενης πληροφορίας, τότε το σύνολο όλων των ανομολόγητων μυστικών
του κόσμου – συμπεριλαμβανομένων και των δικών σου – αρχίζει να μοιάζει
περισσότερο σαν εμπόδιο παρά σαν προσόν.
Οι πραγματικά μη εξουσιοδοτημένες
αποκαλύψεις είναι κατ’ ανάγκη μια πράξη αντίστασης – όταν δεν γίνονται
βέβαια απλά για κατανάλωση στον Τύπο, για να «φουσκώσουν» την δημόσια
παρουσία ή τη φήμη ενός ιδρύματος. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες
προέρχονται από το χαμηλότερο εργασιακό στρώμα. Μερικές φορές τα άτομα
που βγαίνουν μπροστά τυχαίνει να βρίσκονται κοντά στην κορυφή της
εξουσίας. Ο Ellsberg ήταν στην κορυφαία βαθμίδα. Ενημέρωνε τον Υπουργό
Εθνικής Άμυνας. Δεν μπορείς να ανέβεις πολύ υψηλότερα, εκτός κι αν είσαι
ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας και απλά δεν υπάρχουν κίνητρα ώστε να
εμπλακεί ένας τόσο υψηλόβαθμος αξιωματούχος στις αποκαλύψεις δημοσίου
συμφέροντος, επειδή το πρόσωπο αυτό κατέχει ήδη την επιρροή για να
αλλάξει την πολιτική άμεσα.
Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκεται η
Manning, μια χαμηλόβαθμη στρατιώτης, η οποία ήταν πολύ πιο κοντά στη
βάση της ιεραρχίας. Ήμουν στη μέση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Καθόμουν στο τραπέζι με τον επικεφαλής αξιωματικό πληροφοριών της CIA,
και ενημέρωνα αυτόν και τον διευθύνοντα σύμβουλο τεχνολογίας του όταν
έκαναν δημοσίως δηλώσεις όπως «Προσπαθούμε να συλλέξουμε τα πάντα και να
τα κρατήσουμε για πάντα», και όλοι εξακολουθούσαν να σκέφτονται ότι
επρόκειτο για ένα χαριτωμένο επιχειρηματικό σύνθημα. Εν τω μεταξύ
σχεδίαζα τα συστήματα που θα χρησιμοποιούσαν για να επιτύχουν ακριβώς
αυτό. Δεν ενημέρωνα την πολιτική πλευρά, τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας,
αλλά ενημέρωνα την επιχειρησιακή πλευρά, τον διευθυντή τεχνολογίας της
Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας. Επίσημες αδικοπραξίες μπορούν να δράσουν
καταλυτικά ώστε διαφόρων βαθμίδων κάτοχοι εσωτερικής πληροφόρησης να
αποκαλύψουν πληροφορίες, ακόμη και με μεγάλο κίνδυνο για τον εαυτό τους,
εφ’ όσον μπορεί να πειστούν ότι είναι απαραίτητο να το πράξουν.
Η πρόκληση είναι να έρθεις σε επαφή με
τα άτομα αυτά, να τα βοηθήσεις να συνειδητοποιήσουν ότι η πρώτιστη πίστη
τους ως δημόσιοι υπάλληλοι είναι προς το κοινό και όχι προς την
κυβέρνηση. Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή νοοτροπίας για έναν
κυβερνητικό εργαζόμενο σήμερα.
Έχω υποστηρίξει ότι οι πληροφοριοδότες
εκλέγονται από την περίσταση. Δεν είναι μια αρετή που έχει να κάνει με
το ποιος είσαι ή το υπόβαθρό σου. Είναι ένα ερώτημα σχετικά με το σε τι
είσαι εκτεθειμένος, σε τι είσαι μάρτυρας. Σ’ εκείνο το σημείο η ερώτηση
γίνεται «Πιστεύεις ειλικρινά ότι έχεις την ικανότητα να αποκαταστήσεις
το πρόβλημα, να επηρεάσεις την πολιτική;» Δεν θα ενθάρρυνα τα άτομα να
αποκαλύψουν πληροφορίες, ακόμη και για αδικοπραξίες, αν δεν πιστεύουν
ότι μπορούν να το κάνουν με αποτελεσματικό τρόπο, επειδή η σωστή στιγμή
μπορεί να είναι τόσο σπάνια όσο και η θέληση για δράση.
Αυτή είναι απλά μια πραγματιστική,
στρατηγική θεώρηση. Οι Πληροφοριοδότες είναι στις ακραίες τιμές των
πιθανοτήτων, και προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί ως πολιτική
δύναμη, είναι ζωτικής σημασίας να μεγιστοποιηθεί το ποσό του δημόσιου
αγαθού που παράγεται από τη σπάνια φύτρα. Όταν έπαιρνα την απόφασή μου,
έφτασα να κατανοήσω πώς μια στρατηγική θεώρηση, όπως το να περιμένεις
μέχρι το μήνα πριν από τις εγχώριες εκλογές, θα μπορούσε να καταπιεστεί
από μία άλλη, όπως η ηθική επιταγή να δώσεις την ευκαιρία για να
διακοπεί μια παγκόσμια τάση που το είχε ήδη παρακάνει. Ήμουν
επικεντρωμένος σε ό,τι είδα και στην αίσθηση συντριπτικής στέρησης των
πολιτικών δικαιωμάτων μου επειδή η κυβέρνηση, στην οποία είχα πιστέψει
για ολόκληρη τη ζωή μου, είχε εμπλακεί σε μια τέτοια αξιοσημείωτη πράξη
εξαπάτησης.
Στο επίκεντρο αυτής της εξέλιξης
βρίσκεται το ότι η αποκάλυψη παρανομιών είναι μια εκδήλωση
ριζοσπαστικοποίησης – και με τον όρο «ριζοσπαστικό» δεν εννοώ «ακραίο».
Το εννοώ με την παραδοσιακή έννοια του radix, της ρίζας του προβλήματος.
Σε κάποιο σημείο αναγνωρίζεις ότι δεν μπορείς απλώς να μετακινήσεις
μερικά γράμματα γύρω σε μια σελίδα ελπίζοντας για το καλύτερο. Δεν
μπορείς απλώς να αναφέρεις το πρόβλημα αυτό στον προϊστάμενό σου, όπως
προσπάθησα να κάνω εγώ, γιατί αναπόφευκτα οι προϊστάμενοι αγχώνονται.
Σκέφτονται το διαρθρωτικό κίνδυνο για την καριέρα τους. Τους ανησυχεί το
να ταράξουν τα νερά και να αποκτήσουν «κακή φήμη». Δεν υπάρχουν τα
κίνητρα για να παραχθεί ουσιαστική μεταρρύθμιση. Ουσιαστικά, σε μια
ανοιχτή κοινωνία, η αλλαγή πρέπει να ρέει από τη βάση προς την κορυφή.
Ως κάποιος που εργάζεται στην κοινότητα
των υπηρεσιών πληροφοριών, έχεις θυσιάσει πολλά για να κάνεις αυτή τη
δουλειά. Έχεις ευχαρίστως δεσμεύσει τον εαυτό σου σε τυραννικούς
περιορισμούς. Υποβάλλεσαι οικειοθελώς σε ανιχνευτές ψεύδους,
αποκαλύπτεις στην κυβέρνηση τα πάντα για τη ζωή σου. Παραιτείσαι από
πολλά δικαιώματα, γιατί πιστεύεις ότι η θεμελιώδης καλοσύνη της
αποστολής σου δικαιολογεί τη θυσία ακόμη και οτιδήποτε ιερού. Είναι ένας
δίκαιος σκοπός.
Και όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με
αποδείξεις – όχι σε μια ακραία υπόθεση, όχι σε μια ιδιομορφία, αλλά ως
βασική συνέπεια του προγράμματος – ότι η κυβέρνηση υπονομεύει το
Σύνταγμα και παραβιάζει τα ιδανικά στα οποία τόσο θερμά πιστεύεις, θα
πρέπει να πάρεις μια απόφαση. Όταν δεις ότι το πρόγραμμα ή η πολιτική
έρχεται σε αντίθεση με τους όρκους και τις υποχρεώσεις στις οποίες έχεις
ορκιστεί απέναντι στην κοινωνία και τον εαυτό σου, τότε, αυτός ο όρκος
και αυτή η υποχρέωση δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το πρόγραμμα. Σε
ποιον οφείλεις μεγαλύτερη πίστη;
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα
σχετικά με τις αποκαλύψεις των τελευταίων αρκετών ετών και τον
επιταχυνόμενο ρυθμό τους, είναι ότι έχουν συμβεί στο πλαίσιο των
Ηνωμένων Πολιτειών ως της «μη αμφισβητούμενης υπερδύναμης». Έχουμε τώρα
τη μεγαλύτερη αδιαμφισβήτητη στρατιωτική μηχανή στην ιστορία του κόσμου,
και αυτή υποστηρίζεται από ένα πολιτικό σύστημα που είναι όλο και πιο
πρόθυμο να επιτρέψει κάθε χρήση βίας ως απάντηση σε σχεδόν οποιαδήποτε .
Στο σημερινό πλαίσιο η δικαιολογία αυτή είναι η τρομοκρατία, αλλά όχι
απαραίτητα επειδή οι ηγέτες μας ανησυχούν ιδιαίτερα για την τρομοκρατία
την ίδια ή επειδή νομίζουν ότι είναι μια υπαρξιακή απειλή για την
κοινωνία. Αναγνωρίζουν ότι ακόμη και αν είχαμε μια επίθεση σαν της 11ης
Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο, θα εξακολουθούσαμε να χάνουμε περισσότερους
ανθρώπους από τροχαία ατυχήματα και από καρδιακές παθήσεις, και δεν
βλέπουμε τις ίδιες δαπάνες πόρων για ανταπόκριση σε αυτές τις πιο
σημαντικές απειλές.
Εκεί που καταλήγουμε αλήθεια είναι η
πολιτική πραγματικότητα ότι έχουμε μια πολιτική τάξη που αισθάνεται ότι
οφείλει να εμβολιαστεί κατά των ισχυρισμών για αδυναμία. Οι πολιτικοί
μας είναι πιο φοβισμένοι από την πολιτική της τρομοκρατίας – τις
κατηγορίες ότι δεν λαμβάνουν την τρομοκρατία στα σοβαρά – από ό,τι είναι
από το ίδιο το έγκλημα.
Ως αποτέλεσμα έχουμε φτάσει σε αυτή την
απαράμιλλη δυνατότητα, ανεξέλεγκτη από την πολιτική. Έχουμε γίνει
εξαρτώμενοι από αυτό που επρόκειτο να είναι ο περιορισμός έσχατης
ανάγκης: τα δικαστήρια. Οι δικαστές, συνειδητοποιώντας ότι οι αποφάσεις
τους είναι ξαφνικά επιφορτισμένες με πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία
και αντίκτυπο από ό,τι αρχικά προβλεπόταν, έχουν διανύσει μεγάλη
απόσταση στην περίοδο μετά την 11η Σεπτεμβρίου για να αποφευχθεί η
αναθεώρηση των νόμων ή των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας στο πλαίσιο
της εθνικής ασφάλειας και τον καθορισμό των περιοριστικών δεδικασμένων
που, ακόμη και αν ήταν εντελώς σωστά, θα επέβαλαν όρια στην κυβέρνηση
για δεκαετίες ή και περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι το πιο ισχυρό θεσμικό
όργανο που έχει δει ποτέ η ανθρωπότητα έχει γίνει επίσης το λιγότερο .
Ωστόσο, το ίδιο όργανο ποτέ δεν είχε σχεδιαστεί για να λειτουργεί με
τέτοιο τρόπο, έχοντας αντιθέτως ιδρυθεί ρητά στην αρχή των ελέγχων και
ισορροπιών. Η ιδρυτική παρόρμησή μας ήταν να λέμε, «Αν και είμαστε
δυνατοί, είμαστε με τη θέλησή μας περιορισμένοι».
Όταν αναλαμβάνεις καθήκον για πρώτη φορά
στην έδρα της CIA, σηκώνεις το χέρι σου και ορκίζεσαι – όχι στην
κυβέρνηση, όχι στην υπηρεσία, όχι στη μυστικότητα. Ορκίζεσαι στο
Σύνταγμα. Έτσι υπάρχει αυτή η προστριβή, αυτός ο αναδυόμενος
ανταγωνισμός ανάμεσα στις υποχρεώσεις και τις αξίες που η κυβέρνηση σου
ζητά να τηρήσεις, και τις πραγματικές δραστηριότητες καλείσαι να συμμετάσχεις.
Αυτές οι γνωστοποιήσεις σχετικά με το
πρόγραμμα δολοφονιών της κυβέρνησης Ομπάμα αποκαλύπτουν ότι υπάρχει ένα
τμήμα των Αμερικανών που ανησυχεί βαθύτατα με την απεριόριστη,
ανεξέλεγκτη άσκηση δύναμης. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ή σαφέστερη
εκδήλωση της ανεξέλεγκτης δύναμης απ’ τo να αξιώσει κανείς για τον εαυτό
του το δικαίωμα να εκτελέσει ένα άτομο έξω από το πλαίσιο της μάχης και
χωρίς την εμπλοκή οποιουδήποτε είδους δικαστικής διαδικασίας.
Παραδοσιακά, στο πλαίσιο των
στρατιωτικών υποθέσεων, πάντα κατανοούσαμε ότι η χρήση θανατηφόρας βίας
στη μάχη δεν θα μπορούσε να υπόκειται σε εκ των προτέρων δικαστικούς
περιορισμούς. Όταν οι στρατοί βάλλουν ο ένας εναντίον του άλλου, δεν
υπάρχει χώρος για ένα δικαστή στο πεδίο της μάχης. Αλλά τώρα η κυβέρνηση
έχει αποφασίσει – χωρίς τη συμμετοχή του κοινού, χωρίς τη γνώση και τη
συγκατάθεσή μας – ότι το πεδίο της μάχης είναι παντού. Τα άτομα που δεν
αποτελούν άμεση απειλή με οποιαδήποτε ουσιαστική έννοια των όρων αυτών
τα επαναπροσδιορίζουν, μέσα από της γλώσσας, ώστε να τα καλύπτουν αυτοί οι ορισμοί.
Αναπόφευκτα, αυτή η εννοιολογική φέρνει αποτέλεσμα, μαζί με την τεχνολογία που επιτρέπει στους αξιωματούχους να προωθήσουν
ψευδαισθήσεις για χειρουργικής ακριβείας θανάτωση και μη παρεμβατική
επιτήρηση. Πάρτε, για παράδειγμα, το Άγιο Δισκοπότηρο της χρήσης διαρκούς ,
μια δυνατότητα που οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν από πάντα. Ο στόχος
είναι να αναπτυχθούν μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα τα οποία
τροφοδοτούνται με ηλιακή ενέργεια και που μπορούν να τριγυρίζουν στον
αέρα για εβδομάδες χωρίς να κατεβαίνουν. Μόλις έχεις τη δυνατότητα να το
κάνεις αυτό, και τοποθετήσεις οποιαδήποτε τυπική συσκευή συλλογής
σημάτων στο κάτω μέρος τους να παρακολουθεί ακατάπαυστα την προέλευση,
για παράδειγμα, των διαφορετικών διευθύνσεων δικτύου κάθε φορητού
υπολογιστή, smartphone και iPod, είσαι σε θέση να γνωρίζεις όχι μόνο πού
βρίσκεται μια συγκεκριμένη συσκευή και σε ποια πόλη, αλλά να γνωρίζεις
επίσης σε ποιο διαμέρισμα υπάρχει κάθε συσκευή, που πηγαίνει σε
οποιαδήποτε χρονική στιγμή και μέσω ποιας διαδρομής. Μόλις γνωρίζεις τις
συσκευές, γνωρίζεις τους ιδιοκτήτες τους. Όταν αρχίσεις να το κάνεις
αυτό για αρκετές πόλεις, παρακολουθείς πλέον τις κινήσεις όχι μόνο των
ατόμων αλλά ολόκληρων πληθυσμών.
Με το να
την σύγχρονη ανάγκη να μένουμε συνδεδεμένοι, οι κυβερνήσεις μπορούν να
μειώσουν την αξιοπρέπειά μας σε κάτι αντίστοιχο με αυτή των
μαρκαρισμένων ζώων, με κυριότερη διαφορά ότι εμείς πληρώσαμε για τις
ετικέτες μας και αυτές βρίσκονται στις τσέπες μας. Ακούγεται σαν
φαντασιόπληκτη παράνοια, αλλά σε τεχνικό επίπεδο είναι τόσο τετριμμένο
να εφαρμοστούν ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ένα μέλλον στο οποίο δεν θα
επιχειρηθεί. Αρχικά θα είναι περιορισμένη στις εμπόλεμες ζώνες, σύμφωνα
με τα έθιμά μας, αλλά η τεχνολογία επιτήρησης έχει την τάση να μας
ακολουθεί στο σπίτι.
Εδώ βλέπουμε τη διπλή όψη της μοναδικά
αμερικανικής μάρκας εθνικισμού μας. Έχουμε ανατραφεί με τις αρχές του
εξαιρετισμού, να νομίζουμε ότι είμαστε το καλύτερο έθνος με το δηλωτικό
πεπρωμένο να ηγούμαστε. Ο κίνδυνος είναι ότι μερικοί άνθρωποι θα
πιστέψουν πραγματικά αυτόν τον ισχυρισμό και κάποιοι από αυτούς θα
περιμένουν η εκδήλωση της εθνικής μας ταυτότητας, δηλαδή, η κυβέρνησή
μας, να συμπεριφέρεται αναλόγως.
Η ανεξέλεγκτη δύναμη μπορεί να είναι
πολλά πράγματα, αλλά δεν είναι Αμερικανική. Είναι με αυτή την έννοια που
η πράξη της αποκάλυψης παρανομιών όλο και περισσότερο έχει γίνει μια
πράξη πολιτικής αντίστασης. Ο πληροφοριοδότης κρούει τον κώδωνα του
κινδύνου και ανυψώνει τη λάμπα, κληρονομώντας την παράδοση μιας σειράς
Αμερικανών που ξεκινά με τον Paul Revere.
Τα άτομα που κάνουν αυτές τις
αποκαλύψεις αισθάνονται τόσο έντονα για το τι έχουν δει που είναι
διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους και την ελευθερία τους.
Ξέρουν ότι εμείς, οι άνθρωποι, είμαστε τελικά ο ισχυρότερος και πιο
αξιόπιστος έλεγχος της εξουσίας της κυβέρνησης. Οι μυημένοι στα
υψηλότερα επίπεδα της κυβέρνησης έχουν εξαιρετική ικανότητα,
εξαιρετικούς πόρους, τεράστια πρόσβαση σε επιρροή και το μονοπώλιο της
βίας, αλλά στον τελικό λογισμό υπάρχει μόνο ένα σχήμα που έχει σημασία: ο
κάθε πολίτης ξεχωριστά.
Και είμαστε περισσότεροι εμείς, παρά αυτοί.
Από το The Assassination Complex: Inside the Government’s Secret Drone Warfare Program
από τον Jeremy Scahill και το προσωπικό του The Intercept, με πρόλογο
από τον Edward Snowden και επίλογο από τον Glenn Greenwald, που εκδόθηκε
από την Simon & Schuster.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου