Το οβάλ γραφείο συνεδριάσεων ήταν γεμάτο.
Στην κορυφή του γραφείου, ως είθισται, κάθονταν ο Πρόεδρος. Όμως, όχι ο ονομασμένος, αλλά ο συνδικαλΗστής και πέριξ αυτού οι διεκπεραιωτές της συμμορίας τους, που την ονόμαζαν "οργανισμό".
Η συζήτηση απέπνεε παγωμάρα και η αγωνία ήταν έκδηλη σε όλους τους απατεώνες της ομήγυρης. Ενδεικτικό της
παγωμάρας ήταν πως ο "προεδρεύων" δεν κάθονταν στητός και κορδοτός στο κάθισμα αλλά βουλιαγμένος μέσα σ' αυτή.
Είχε το ύφος του κλασσικού μισοκακόμοιρου που, επειδή έχει αντιληφθεί πως τελειώνει η προστασία σε δαύτον, νιώθει κάπως άβολα. Γενικώς.
Η "εκτελεστική" συζήτηση άρχισε και όλοι ψέλλιζαν "κάτι" στους διπλανούς τους, αλλά όχι με τη γνωστή -κατά το παρελθόν- συμμορίτικη & στεντόρεια φωνή τους.
Τότε, τον λόγο πήρε ο προκαθήμενος της συμμορίας λέγοντας χαμηλόφωνα και τεχνηέντως με στόμφο "η τράπεζα είμαι εγώ".
Οι λακέδες του προκαθήμενου κρεμάμενοι από τα χείλη του έψαχναν εναγωνίως για μια "λύση στο θέμα" που απασχολούσε όλους τους.
Όμως η απάντηση δεν ήλθε και αυτός, ο προκαθήμενος, βούλιαξε ακόμη περισσότερο στη "θεσούλα του" γνωρίζοντας πως τελείωσαν τα καρβέλια τους και ακούγοντας την παραβίαση των θυρών του εγκληματικού οργανισμού από τα όργανα του Νόμου.
Γνωρίζοντας πως και οι ίδιοι, οι δικοί του προστάτες, του γύρισαν ο ένας μετά τον άλλο, τις πλάτες, "αδειάζοντας" μπας και σώσουν τους εαυτούς τους.
Ο συνδικαλΗστής έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί για να φύγει, ως δήθεν άλλος Ιούλιος Καίσαρας, όμως τα πόδια του ήταν βαριά. Από την αλυσίδα εγκλημάτων, ατασθαλιών, διασπάθισης και οχετού ψεμάτων. Διαφυγή δεν υπήρχε. Ο χρόνος είχε τελειώσει. Για όλους τους.
Συνεχίζεται (και τελειώνει).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου