Χρονογράφημα.
Ο τυπάς κατεβαίνει το απόγευμα στο σοφιστικέ κέντρο για να πάρει μάτι τι παίζει, ίσως και να κοζάρει καμία γκομενίτσα στο metro, να πάρει ένα κοστουμάκι και να τσιμπήσει κανένα γκομενάκι στη γύρα.
Ειδικά γι αυτό το τελευταίο δεν τον νοιάζει αν θα είναι από σουβλατζίδικο ή από Τράπεζα. Γουστόζικο να είναι κι ας είναι και σερβιτόρα σε αγία Τράπεζα.
Περπατώντας ακούγεται ένα "τσαφ". Τα χάνει λίγο, κοιτάζει γύρω και διαπιστώνει πως μια κεραία από ένα τρόλεϊ βγήκε από τη ράγα της, κάνοντας θόρυβο. Γελάει και προχωρά στο απέναντι πεζοδρόμιο χαμένος στους ήχους των ακουστικών του που έπαιζαν κεφάτα Μεσσηνιακά συρτά.
Δεν πρόλαβε όμως να ξεπεράσει το πρώτο ξάφνιασμα από το "τσαφ" και να σου το δεύτερο. Μια μπόχα. Μια δυσωδία από κάπου γύρω, του έρχεται στη μούρη.
Κοιτάζει και βλέπει δίπλα του μια παρέα από τομάρια που βρώμαγαν αλητεία, τρώγοντας καθιστά κάτι σαν επιδόρπιο. Δεν ήταν όμως γελαστά. Χαμογελούσαν σπασμωδικά μεν, η αγωνία τους όμως ήταν μαρκαρισμένη στο γύφτικο κούτελό τους.
Τι να ήταν άραγε ; αναρωτήθηκε ο τυπάς. Δικηγόροι ; Τραπεζίτες ; Αυλικοί ; Επαίτες ;
Με αυτά σκεπτόμενος ο τυπάς αναρωτήθηκε τι να τους έτρωγε άραγε τα σωθικά και ήταν έτσι τσιτωμένοι ; Οι κτηνωδίες τους ; Αποκλείεται. Οι Ερινύες ; Ούτε με σφαίρες.
Ο κίνδυνος, όχι μόνο να πάρουν πόδι για σύσταση συμμορίας αλλά να το πάρουν
μαζί με βραχιολάκια ; Ίσως.
Ο
τυπάς συνέχισε τον δρόμο του καλώντας κάποια εταιρεία εκκένωσης βόθρων
για να επιληφθεί της μπόχας, ζητώντας της όμως να πάει να κάτσει
"τυχαία" κοντά τους και να ακούει. Κυρίως όμως να δει αν όντως ένα
τομάρι φορούσε κάτι με ένα διαβήτη επάνω του. Είτε φορούσε "ποδίτσα" είτε όχι.
Συνεχίζεται
Επιστάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου